Επίσκεψη Μνήμης και Τιμής

Ήταν 15 Μαΐου, 100 χρόνια περίπου μετά την απελευθέρωση της Σμύρνης (Π.Η. 2 Μαΐου 1919), όταν προσγειωθήκαμε στο αεροδρόμιο «Μεντερές». Από καιρό είχαμε αποφασίσει να πραγματοποιήσουμε μια επίσκεψη μνήμης και τιμής στα βήματα της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Ο υπέροχος Έλληνας Σαράντος Καργάκος, ο εξάδελφός μου Χρήστος Ελευθερόπουλος, βαθύς γνώστης της ιστορίας της κεμαλικής Τουρκίας, και ο υποφαινόμενος ξεκινήσαμε από την ελληνική Σμύρνη, περάσαμε από την Πέργαμο και φθάσαμε στις Κυδωνιές (Αϊβαλί). Η αρχοντιά της πόλης είναι ακόμη εμφανής. Πανέμορφες εκκλησίες, όπου οι μιναρέδες που πρόσθεσαν οι Τούρκοι τις κάνουν συγκριτικά ακόμη πιο όμορφες. Τα παλιά αρχοντικά μαρτυρούν την ανάπτυξη της πόλης αλλά και το υψηλό πολιτιστικό της επίπεδο.

Από τις Κυδωνιές προς Μπαλίκεσιρ, περάσαμε μπροστά από τη μεγάλη αεροπορική βάση και καταλήξαμε στην Προύσα. Την επομένη συνεχίσαμε προς το Δορύλαιο (Εσκί Σεχίρ). Πριν προχωρήσουμε προς την Άγκυρα, κοινή μας επιθυμία ήταν να επισκεφθούμε την Κιουτάχεια. Το σκονισμένο χωριό του 1920 ήταν πια μια επαρχιακή πόλη με 200 χιλιάδες κατοίκους. Ύστερα από μια σύντο­μη περιήγηση, καθίσαμε σε ένα εστιατόριο για να ξεκουραστούμε και να δειπνήσουμε. Η σκέψη μας, οι προβληματισμοί μας επικεντρώθηκαν στην κρίσιμη σύσκεψη της 15ης Ιουλίου του 1921, όταν απεφασίσθη τελικά η προέλαση προς την Άγκυρα. Σταδιακά απορροφηθήκαμε και νιώθαμε ότι ήμαστε στο δωμάτιο, σε μια γωνιά, και παρακολουθούσαμε τη σύσκεψη. Στο τραπέζι ο Κωνσταντίνος, ο Γούναρης, ο Παπούλας, ο Σαρηγιάννης, ο Θεοτόκης, ο Στρατηγός. Ήταν όμως μεσάνυχτα και το μαγαζί έκλεινε. Κανείς μας δεν ήθελε να φύγει. Τα βρήκαμε με το αφεντικό, παζαρέψαμε την τιμή και μείναμε μόνοι μας στο ημίφως με έναν Τούρκο φύλακα να απορεί τι λέγαμε εμείς οι τρεις μέσα στη νύχτα.

Έτσι συνεχίσαμε. Πολλά τα κρίσιμα ερωτήματα. Έπρεπε να προχωρήσουμε; Μπορούσαμε να κυκλώσουμε τον στρατό του Κεμάλ; Μπορούσαμε να υποστηρίξουμε τον στρατό μας τόσο μακριά; Γιατί οι Αγγλογάλλοι μάς είχαν αφήσει μόνους; Και αν μπαίναμε στην Άγκυρα, θα είχαμε κερδίσει ή θα έπρεπε να προχωρήσουμε ακόμη πιο βαθιά; Και πώς θα μπορούσε να περάσει ο στρατός τον βαρύ χειμώνα στα βάθη της Μικράς Ασίας; Ο Κωνσταντίνος σιωπηλός, ο Γούναρης υπέρ, ο Θεοτόκης υποσχέσεις, ο Δούσμανης ναι υπό όρους, ο Παπούλας αρνητικός αλλά άβουλος, ο Σαρηγιάννης ένθερμος.

Προβληματιστήκαμε ιδιαίτερα γιατί ο Κωνσταντίνος παρέμενε απαθής. Η στρατιωτική του εμπειρία τόσα χρόνια, οι γνωστές απόψεις του έμπιστού του Μεταξά, ότι είναι αδύνατο να κρατήσουμε ένα τόσο εκτεταμένο μέτωπο 600-700 χιλιομέτρων, ο τόσο δύσκολος ανεφοδιασμός από τις βάσεις. O Σαράντος μάς υπενθύμισε ότι ο Κωνσταντίνος ήταν άρρωστος και δεν είχε τον παλαιό του δυναμισμό. Ο Χρήστος όμως αντέτεινε ότι στο βιβλίο του Από το Δορύλαιο ως το Σαγγάριο ο αδελφός του Ανδρέας, που ήταν και σωματάρχης του Β΄ Σώματος, αφενός ισχυρίζεται ότι ο Βασιλεύς ουδεμία ευθύνη φέρει, αλλά αφετέρου διευκρινίζει ότι εξέτασε λεπτομερώς τα σχέδια της προέλασης και τα ενέκρινε. Τελικά, μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα, στην πνιγηρή ζέστη του Ιουλίου 1921, η προέλαση προς την Άγκυρα αποφασίσθηκε!

Είχε αρχίσει να χαράζει όταν σιωπηλοί και προβληματισμένοι επιστρέψαμε στο Εσκί Σεχίρ. Ξεκουραστήκαμε για λίγο και συνεχίσαμε. Περάσαμε τον Σαγγάριο, έναν μικρό ποταμό που η ζεύξη του ήταν εύκολη για το Ελληνικό Μηχανικό, και προχωρήσαμε προς το Πολατλί. Η όλη περιοχή παραμένει και τώρα αραιοκατοικημένη και αφιλόξενη. Έπειτα από περιπλάνηση ωρών βρήκαμε επιτέλους την τοποθεσία Καλέ Γκρότο. Μέχρι εκεί έφθασαν οι ηρωικοί Έλληνες στρατιώτες, 60 χιλιόμετρα πριν από την Άγκυρα, με τεράστιες θυσίες και απαράμιλλο θάρρος. Κρατήσαμε ενός λεπτού σιγή στη μνήμη τους, κάναμε τον σταυρό μας και δακρύσαμε.

Άλλα βασανιστικά ερωτήματα: Φταίει ο βασιλόπαις Ανδρέας που δεν τήρησε τις εντολές του Παπούλα; Φταίει ο Παπούλας που συνέχισε μια λάθος απόφαση; Αλλά τελικά τι σημασία έχει; Ο αγώνας είχε κριθεί και προδιαγραφόταν η καταστροφή.

Ύστερα από ξεκούραση μίας ημέρας πήραμε τον δρόμο της επιστροφής. Άγκυρα – Αφιόν, Αφιόν – Ακάρ Νταγ – η περιοχή της επίθεσης του Κεμάλ – Αλή Βεράν, το σφαγείο των Α΄ και Β΄ Σωμάτων του στρατού μας. Ένας υπέργηρος Τούρκος μάς έδειξε την πεδιάδα και μας είπε ότι θυμόταν τη φοβερή μάχη και το μακελειό. Πολλά χρόνια μετά το χώμα ήταν ακόμη κόκκινο από το αίμα των Ελλήνων. Παντού δε υπήρχαν μπρούντζινα αγάλματα του Κεμάλ και του Ινονού. Ο Κεμάλ παντού δίπλα στον στρατό του, ο δικός μας «Αρχιστράτηγος» στη Σμύρνη! Σε δεκαπέντε μέρες καταστράφηκαν τα πάντα. Από τον θρίαμβο στη φοβερή καταστροφή. Σιωπηλοί, θλιμμένοι, συνεχίσαμε. Αλή Βεράν – Τουμλού Πινάρ, εκεί που αιχμαλωτίστηκε ο Τρικούπης, ο οποίος είχε διορισθεί Αρχιστράτηγος στη θέση του Χατζηανέστη! Στη συνέχεια Ουσάκ, Σαλιχλή, Κρήνη (Τσεσμέ). Το βράδυ και πάλι νέοι προβληματισμοί, νέα ερωτήματα. Τι κάναμε έναν ολόκληρο χρόνο από τον Αύγουστο του 1921 έως τον Αύγουστο του 1922; Μπορούσαμε να κρατήσουμε την περιοχή της Σμύρνης; Έστω τουλάχιστον τη χερσόνησο της Ερυθραίας; Μπορούσαμε μήπως να κρατήσουμε την Ανατολική Θράκη; Και η θλιβερή διαπίστωση: Πόσο διαφορετική θα ήταν η πατρίδα μας αν δεν μας τύφλωνε η διχόνοια, ο διχασμός, το μίσος. Και πότε θα μπορέσουμε επιτέλους να διδαχθούμε από τα καταστρεπτικά λάθη μας και να μην τα επαναλαμβάνουμε ξανά και ξανά.

Αφήσαμε τη Σμύρνη μας και γυρίσαμε στην Αθήνα. Προσγειωθήκαμε στο «Ελευθέριος Βενιζέλος». Και ξανά νέα ερωτήματα: Μπροστά σε τέτοιο κίνδυνο καταστροφής του ελληνικού στρατού, ξεριζωμού του μικρασιατικού ελληνισμού, απώλεια των πόλεων που ήταν ελληνικές από χιλιάδες χρόνια, γιατί τόσος εγωισμός, τόσο μίσος, τόσο κόμπλεξ;

Γιατί δεν ζήτησε κανείς τη συνδρομή του Ελευθέριου Βενιζέλου; Θα ήταν όλα τόσο διαφορετικά!

 

Απεστάλη στη Βουλή των Ελλήνων στις 2/3/2021
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Εστία στις 18/3/2021